- ἀπάλαιστος
- ἀπᾰλαιστος1 unbeatable in wrestling, met. οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν not to be thrown in his speech, Bowra N. 4.94
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
απάλαιστος — ἀπάλαιστος, ον (Α) όποιος δεν είναι δυνατόν νά νικηθεί στην πάλη, ο ακατανίκητος … Dictionary of Greek
ἀπάλαιστος — not to be thrown in wrestling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)